- αεροκοπάνισμα
- τό1) пустая болтовня; 2) напрасный труд; бесплодные усилия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αεροκοπάνισμα — το [αεροκοπανίζω] 1. φλυαρία, αερολογία 2. άδικος κόπος, ματαιοπονία … Dictionary of Greek
αεροκοπάνισμα — το, ατος μωρολογία, άσκοπη φλυαρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαφλατάρισμα — το, ατος φλυαρία, φαφλατιά, αεροκοπάνισμα, τσαμπούνισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)